- τριβᾷ
- τριβήrubbingfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριβᾶι — τριβᾷ , τριβή rubbing fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Tribade — Triba̱de [von gleichbed. gr. τριβας, Gen.: τριβαδος (zu gr. τριβειν = reiben)] w; , n: weibliche Homosexuelle … Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke
τυχηρός — ή, ό / τυχηρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τυχερός, Ν 1. αυτός που έχει καλή τύχη (α. «στάθηκε τυχερός στη ζωή του» β. «τυχηρὸν ὄντ άνευ δίκας παλιντυχεῑ τριβᾷ βίου τιθεῑσ ἀμαυρόν», Αισχύλ.) 2. αυτός που γίνεται κατά τύχη, τυχαίος νεοελλ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek
τριβάς — a woman who practises unnatural vice with herself fem nom sg τριβά̱ς , τριβή rubbing fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)